Πράσινη ανάπτυξη και κρίση.
Πράσινη ανάπτυξη, κλιματικές αλλαγές και διέξοδος από την κρίση
Του Γιάννη Τόλιου*
διδάκτορα οικονομικών επιστημών
Η νέα οικονομική κρίση, με το μεγάλο βάθος, διάρκεια και διεθνείς διαστάσεις, έχει φέρει στο επίκεντρο το θέμα της πολιτικής εξόδου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα η περιβαλλοντική κρίση και οι συντελούμενες κλιματικές αλλαγές περιπλέκουν τις διαδικασίες εξόδου, θέτοντας γενικότερα ζητήματα αναδιάρθωσης του μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης και διασφάλισης φερέγγυων όρων επιβίωσης του πλανήτη. Ιδιαίτερα απαγοητευτικά είναι τα αποτελέσματα των μέτρων της ΕΕ που εξάγγειλε πριν ένα χρόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οι απολύσεις, η άνοδος της ανεργίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η πτώση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, συμπυκνώνουν τα αδιέξοδα των ευρωπαϊκών κοινωνιών μαζί και της ελληνικής. Ταυτόχρονα παραμένουν σε ισχύ τα βασικά δόγματα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας που αποτέλεσαν την κύρια αιτία της κρίσης. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι παράδοξο που οι απόψεις περί «πράσινης οικονομίας» αποκτούν μια ιδιαίτερη αίγλη και αντιμετωπίζονται από ορισμένους ως «σανίδα σωτηρίας» για την διέξοδο από την οικονομική και την περιβαλλοντική κρίση.
Στην έννοια της «πράσινης οικονομίας» περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι οικονομικές δραστηριότητες που υποκαθιστούν ορυκτά καύσιμα και κυρίως πετρέλαιο με «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» (αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά, γεωθερμία, υδροηλεκτρικά, βιοαέριο, κά), καθώς και μέτρα «εξοικονόμησης ενέργειας» (βιοκλιματική δόμηση, υβριδικά αυτοκίνητα, καθαρά μέσα μαζικής μεταφοράς, νέες συσκευές, κά), παραγωγικές διαδικασίες που μειώνουν την αποβολή αερίων ρύπων (βιοκαλλιέργειες, καθαρές τεχνολογίες, ανακύκλωση απορριμμάτων, εναλλακτικός τουρισμός κά), η προστασία πολύτιμων φυσικών πόρων (δασών, νερού, πρώτων υλών), εξωραϊσμός δημόσιων αστικών χώρων (ενίσχυση πράσινου, αναπλάσεις), κά. Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες προϋποθέτουν μέτρα και πολιτικές προώθησης «πράσινων επενδύσεων» (για παραγωγή «πράσινων προϊόντων», «πράσινων κτηρίων», «πράσινων έργων υποδομής», «πράσινων μεταφορών», «πράσινων υπηρεσιών» και κατ’ επέκταση «πράσινων θέσεων εργασίας»), που σηματοδοτούν τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και συμβάλλουν στην ανάσχεση των κλιματικών αλλαγών.
Ωστόσο η «πράσινη οικονομία» ως ανερχόμενος οικονομικός τομέας, δεν μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει ως ατμομηχανή εξόδου από την κρίση, δεδομένου ότι από το σύνολο της ανάπτυξης ένα μικρό ποσοστό, περίπου 3% αντιστοιχεί σ’ αυτήν. Επίσης τα κεφάλαια που ξόδεψαν οι κυβερνήσεις μεγάλων οικονομιών για την έξοδο από την κρίση, μικρό ποσοστό κατευθύνθηκε σε πράσινες επενδύσεις (μόλις 12% στις ΗΠΑ, 15% στη Γερμανία, 7% στη Βρετανία).
Από την άλλη δεν δικαιώνονται οι προσδοκίες για επίλυση του προβλήματος της ανεργίας. Κατά τον Επίτροπο Περιβάλλοντος ΕΕ κ.Στ. Δήμα, οι «πράσινες επενδύσεις» για ΑΠΕ και εξοικονόμηση ενέργειας στην ΕΕ, θα δημιουργήσουν ως το 2020 περίπου 2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας. Παρ’ ότι ο αριθμός τους είναι σημαντικός, σε σχέση με τα 20 εκατομμύρια των ευρωπαίων ανέργων, αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην άλλη όχθη του ατλαντικού, όπου ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμπα μίλησε για 4 εκατ. νέες θέσεις εργασίας στην «πράσινη οικονομία» ως το 2020, τη στιγμή που ο σημερινός αριθμός ανέργων ξεπερνά τα 9 εκατ. Κατά συνέπεια το θέμα της ανεργίας και πλήρους απασχόλησης παραμένει άλυτο με τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης της «πράσινης οικονομίας».
Η αναζήτηση πόρων για «πράσινες επενδύσεις», γίνεται κυρίως με την επιβολή «πράσινων φόρων», είτε στη λογική ο «ρυπαίνων πληρώνει», είτε στο όνομα κάλυψης του κόστους των κινήτρων «εξοικονόμησης ενέργειας», παραγωγής «καθαρών προϊόντων», κλπ. Ωστόσο η επιβολή προστίμων ή φόρων με βάση την αρχή ο «ρυπαίνων πληρώνει», δεν αποτελεί αποτελεσματικό μηχανισμό μείωσης των ρύπων, όταν τα πρόστιμα και οι φόροι προς επιχειρήσεις είναι κατά κανόνα μικρού ύψους σε σχέση με τα οφέλη από τη συνέχιση της ρύπανσης. Από την άλλη η χρησιμοποίηση «πράσινων φόρων» ως πρόσθετου μηχανισμού φορολογικής αφαίμαξης λαϊκών εισοδημάτων, χωρίς την αλλαγή του χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, διαιωνίζει την άδικη φορολογική μεταχείριση υπέρ των μεγάλων εισοδημάτων και των κερδών.Aρα τα όποια δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της «πράσινης οικονομίας» δεν αποτελούν πάντα από περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη ορθή επιλογή. Η φιλολογία εκπροσώπων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ «περί πράσινης ανάπτυξης» αξιοποιείται κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους. Η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλλει θετικά όταν εξασφαλίζει πράγματι μείωση ρύπων, δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, αύξηση θέσεων εργασίας, κά.
Κατά συνέπεια η έξοδος από την κρίση, σε όφελος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, χρειάζεται μια άλλη πολιτική στον αντίποδα των σημερινών κυρίαρχων πολιτικών. Μια πολιτική που θα έχει επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες, την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, την ανάσχεση των κλιματικών αλλαγών και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μιας πολιτικής που τα δημόσια αγαθά δεν θα αποτελούν εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοσκοπίας, αλλά θα διασφαλίζεται η προσφορά τους σε όλους του πολίτες. Όπου οι αγορές δεν θα κυριαρχούν στην κοινωνία αλλά η κοινωνία πάνω στις αγορές. Όπου η αύξηση της παραγωγικότητας θα συνδυάζεται με πλήρη απασχόληση και μείωση του χρόνου εργασίας, με δικαιότερη κατανομή εισοδήματος και πλούτου, με δραστική μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και ποικίλων κοινωνικών διακρίσεων, με δημοκρατική αποκέντρωση, ουσιαστική συμμετοχή εργαζόμενων στη λήψη αποφάσεων, με αναβάθμιση αντιπροσωπευτικών θεσμών κά. Μια πολιτική ισότιμης συνεργασία των λαών, ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μείωσης των στρατιωτικών δαπανών και ενεργή στήριξη των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών για αντιμετώπιση κρίσιμων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Δηλαδή μιλάμε για μια πολιτική υπέρβασης της κρίσης εμπνεόμενη από τις αξίες και τα οράματα του οικοσοσιαλισμού. Σε αυτό ακριβώς έγκειται η τεράστια προγραμματική διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, ενώ η αγωνιστική του παρέμβαση για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων και προώθησης των παραπάνω στόχων, τον κάνει αναντικατάστατη δύναμη για μια ελπιδοφόρα πορεία της ελληνικής κοινωνίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΟΣ
Του Γιάννη Τόλιου*
διδάκτορα οικονομικών επιστημών
Η νέα οικονομική κρίση, με το μεγάλο βάθος, διάρκεια και διεθνείς διαστάσεις, έχει φέρει στο επίκεντρο το θέμα της πολιτικής εξόδου σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα η περιβαλλοντική κρίση και οι συντελούμενες κλιματικές αλλαγές περιπλέκουν τις διαδικασίες εξόδου, θέτοντας γενικότερα ζητήματα αναδιάρθωσης του μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης και διασφάλισης φερέγγυων όρων επιβίωσης του πλανήτη. Ιδιαίτερα απαγοητευτικά είναι τα αποτελέσματα των μέτρων της ΕΕ που εξάγγειλε πριν ένα χρόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οι απολύσεις, η άνοδος της ανεργίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και η πτώση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, συμπυκνώνουν τα αδιέξοδα των ευρωπαϊκών κοινωνιών μαζί και της ελληνικής. Ταυτόχρονα παραμένουν σε ισχύ τα βασικά δόγματα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας που αποτέλεσαν την κύρια αιτία της κρίσης. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι παράδοξο που οι απόψεις περί «πράσινης οικονομίας» αποκτούν μια ιδιαίτερη αίγλη και αντιμετωπίζονται από ορισμένους ως «σανίδα σωτηρίας» για την διέξοδο από την οικονομική και την περιβαλλοντική κρίση.
Στην έννοια της «πράσινης οικονομίας» περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι οικονομικές δραστηριότητες που υποκαθιστούν ορυκτά καύσιμα και κυρίως πετρέλαιο με «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» (αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά, γεωθερμία, υδροηλεκτρικά, βιοαέριο, κά), καθώς και μέτρα «εξοικονόμησης ενέργειας» (βιοκλιματική δόμηση, υβριδικά αυτοκίνητα, καθαρά μέσα μαζικής μεταφοράς, νέες συσκευές, κά), παραγωγικές διαδικασίες που μειώνουν την αποβολή αερίων ρύπων (βιοκαλλιέργειες, καθαρές τεχνολογίες, ανακύκλωση απορριμμάτων, εναλλακτικός τουρισμός κά), η προστασία πολύτιμων φυσικών πόρων (δασών, νερού, πρώτων υλών), εξωραϊσμός δημόσιων αστικών χώρων (ενίσχυση πράσινου, αναπλάσεις), κά. Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες προϋποθέτουν μέτρα και πολιτικές προώθησης «πράσινων επενδύσεων» (για παραγωγή «πράσινων προϊόντων», «πράσινων κτηρίων», «πράσινων έργων υποδομής», «πράσινων μεταφορών», «πράσινων υπηρεσιών» και κατ’ επέκταση «πράσινων θέσεων εργασίας»), που σηματοδοτούν τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και συμβάλλουν στην ανάσχεση των κλιματικών αλλαγών.
Ωστόσο η «πράσινη οικονομία» ως ανερχόμενος οικονομικός τομέας, δεν μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει ως ατμομηχανή εξόδου από την κρίση, δεδομένου ότι από το σύνολο της ανάπτυξης ένα μικρό ποσοστό, περίπου 3% αντιστοιχεί σ’ αυτήν. Επίσης τα κεφάλαια που ξόδεψαν οι κυβερνήσεις μεγάλων οικονομιών για την έξοδο από την κρίση, μικρό ποσοστό κατευθύνθηκε σε πράσινες επενδύσεις (μόλις 12% στις ΗΠΑ, 15% στη Γερμανία, 7% στη Βρετανία).
Από την άλλη δεν δικαιώνονται οι προσδοκίες για επίλυση του προβλήματος της ανεργίας. Κατά τον Επίτροπο Περιβάλλοντος ΕΕ κ.Στ. Δήμα, οι «πράσινες επενδύσεις» για ΑΠΕ και εξοικονόμηση ενέργειας στην ΕΕ, θα δημιουργήσουν ως το 2020 περίπου 2 εκατ. νέες θέσεις εργασίας. Παρ’ ότι ο αριθμός τους είναι σημαντικός, σε σχέση με τα 20 εκατομμύρια των ευρωπαίων ανέργων, αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην άλλη όχθη του ατλαντικού, όπου ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμπα μίλησε για 4 εκατ. νέες θέσεις εργασίας στην «πράσινη οικονομία» ως το 2020, τη στιγμή που ο σημερινός αριθμός ανέργων ξεπερνά τα 9 εκατ. Κατά συνέπεια το θέμα της ανεργίας και πλήρους απασχόλησης παραμένει άλυτο με τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης της «πράσινης οικονομίας».
Η αναζήτηση πόρων για «πράσινες επενδύσεις», γίνεται κυρίως με την επιβολή «πράσινων φόρων», είτε στη λογική ο «ρυπαίνων πληρώνει», είτε στο όνομα κάλυψης του κόστους των κινήτρων «εξοικονόμησης ενέργειας», παραγωγής «καθαρών προϊόντων», κλπ. Ωστόσο η επιβολή προστίμων ή φόρων με βάση την αρχή ο «ρυπαίνων πληρώνει», δεν αποτελεί αποτελεσματικό μηχανισμό μείωσης των ρύπων, όταν τα πρόστιμα και οι φόροι προς επιχειρήσεις είναι κατά κανόνα μικρού ύψους σε σχέση με τα οφέλη από τη συνέχιση της ρύπανσης. Από την άλλη η χρησιμοποίηση «πράσινων φόρων» ως πρόσθετου μηχανισμού φορολογικής αφαίμαξης λαϊκών εισοδημάτων, χωρίς την αλλαγή του χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, διαιωνίζει την άδικη φορολογική μεταχείριση υπέρ των μεγάλων εισοδημάτων και των κερδών.Aρα τα όποια δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της «πράσινης οικονομίας» δεν αποτελούν πάντα από περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη ορθή επιλογή. Η φιλολογία εκπροσώπων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ «περί πράσινης ανάπτυξης» αξιοποιείται κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους. Η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλλει θετικά όταν εξασφαλίζει πράγματι μείωση ρύπων, δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, αύξηση θέσεων εργασίας, κά.
Κατά συνέπεια η έξοδος από την κρίση, σε όφελος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, χρειάζεται μια άλλη πολιτική στον αντίποδα των σημερινών κυρίαρχων πολιτικών. Μια πολιτική που θα έχει επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες, την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, την ανάσχεση των κλιματικών αλλαγών και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μιας πολιτικής που τα δημόσια αγαθά δεν θα αποτελούν εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοσκοπίας, αλλά θα διασφαλίζεται η προσφορά τους σε όλους του πολίτες. Όπου οι αγορές δεν θα κυριαρχούν στην κοινωνία αλλά η κοινωνία πάνω στις αγορές. Όπου η αύξηση της παραγωγικότητας θα συνδυάζεται με πλήρη απασχόληση και μείωση του χρόνου εργασίας, με δικαιότερη κατανομή εισοδήματος και πλούτου, με δραστική μείωση των ανισοτήτων, εξάλειψη της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και ποικίλων κοινωνικών διακρίσεων, με δημοκρατική αποκέντρωση, ουσιαστική συμμετοχή εργαζόμενων στη λήψη αποφάσεων, με αναβάθμιση αντιπροσωπευτικών θεσμών κά. Μια πολιτική ισότιμης συνεργασία των λαών, ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μείωσης των στρατιωτικών δαπανών και ενεργή στήριξη των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών για αντιμετώπιση κρίσιμων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Δηλαδή μιλάμε για μια πολιτική υπέρβασης της κρίσης εμπνεόμενη από τις αξίες και τα οράματα του οικοσοσιαλισμού. Σε αυτό ακριβώς έγκειται η τεράστια προγραμματική διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, ενώ η αγωνιστική του παρέμβαση για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων και προώθησης των παραπάνω στόχων, τον κάνει αναντικατάστατη δύναμη για μια ελπιδοφόρα πορεία της ελληνικής κοινωνίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΟΣ
Labels: Aποκέντρωση, αιολική ενέργεια, Ανάπτυξη και Περιβάλλον, πράσινη ανάπτυξη, ψευτο-οικολόγοι
0 Comments:
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home